-
1 менять
менять αλλάζω· \менять место αλλάζω θέση* \менять одежду αλλάζω ρούχα· \менять деньги χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά (разменивать)' αλλάζω χρήματα (обменивать одну денежную единицу на другую) \меняться 1) αλλάζω 2) ( чём-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή* * *меня́ть ме́сто — αλλάζω θέση
меня́ть оде́жду — αλλάζω ρούχα
меня́ть де́ньги — χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά ( разменивать); αλλάζω χρήματα ( обменивать одну денежную единицу на другую)
-
2 разменять
разменять (деньги) κάνω ψιλά· αλλάζω χρήματα (на другую валюту)* * *( деньги) κάνω ψιλά; αλλάζω χρήματα ( на другую валюту) -
3 наменять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. (με σημ. ποσοτική).1. ανταλλάσσω.2. χαλνώ, κάνω ψιλά•наменять на рубль мелочи κάνω ένα ρούβλι ψιλά, (λιανά, λιανώματα).
-
4 разбить
разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -оρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•разбить камень σπάζω πέτρα•
разбить тарелку σπάζω πιάτο•
в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.
|| μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.
|| μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.2. χτυπώ δυνατά•разбить голову σπάζω το κεφάλι•
разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.
3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.
|| αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•-ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.
|| χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).8. χωρίζω με διαστήματα.9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.10. (ιατρ.) προσβάλλω•отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.
1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•
разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.
2. μτφ. καταστρέφομαι•жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.
3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.
4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.
5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο. -
5 менять
менятьнесов в разн. знач. ἀλλαζα), μεταβάλλω:\менять белье ἀλλάζω ἀσπρόρρου-χα· \менять деньги χάλάω χρήματα, κάνω ψιλά· \менять положение μεταβάλλω τήν κατάσταση· \менять свое мнение μεταβάλλω (или ἀλλάζω) γνώμη· \менять политику ἀλλάζω πολιτική· э́то не меняет дела αὐτό δέν'άλ-λάζει τήν ὑπόθεση. -
6 менять
ρ.δ.μ.1. αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω•менять товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα ή είδος με είδος.
2. χαλνώ, τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρήματα).3. αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο•-бель αλλάζω τα εσώρουχα;
4. μεταβάλλω, αλλοιώνω•менять голос αλλάζω τη φωνή•
менять внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση•
менять убеждения αλλάζω πεποθήσεις•
менять религию αλλαξοπιστώ•
-мнение αλλάζω γνώμη.
αλλάζω• μεταβάλλομαι•давай менять авторучками έλα αλλάξουμε τους στύλους•
часовые -ются οι σκοποί αλλάζουν•
моды -ются οι μόδες αλλάζουν•
характер -ется ο χαρακτήρας αλλάζει;
εκφρ.менять в лице – αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς. -
7 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
-
8 разжевать
-жую, -жушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разжванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. μασώ•разжевать пищу μασώ την τροφή.
2. μτφ. εξηγώ, διασαφηνίζω, κάνω λιανά, ψιλά.μασιέμαι. -
9 разменять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. разменянный, βρ: -нян, -а, -о (για χρήματα) α-νταλάσσω, αλλάζω, χαλνώ, κάνω λιανά, ψιλά.1. (αντ)αλλάσσω•разменять пешками αλλάζομεπιόνια.
2. μτφ. ξοδεύω για μικροπράγματα (δυνάμεις, ικανότητες κ.τ.τ.).3. μτφ. ανταποδίδω (τα ίδια).
См. также в других словарях:
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
διακερματίζομαι — (Α) μετατρέπω νόμισμα σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, κάνω ψιλά, «χαλάω» … Dictionary of Greek